- ἐξαναπληροῦται
- ἐξαναπληρόωsupplypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαναπληρώ — ἐξαναπληρῶ, όω (Α) 1. αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω («καίτοι πῶς εἰσι δίκαιοι, ταῡτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῡν», Δημοσθ.) 2. παθ. ανανεώνομαι («ἐξαναπληροῡται [ὁ φλοιός] πάλιν σχεδὸν ἐν τρισίν ἔτεσιν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek